Μνάσων

Μνάσων
Μνάσων, ωνος, ὁ (Anth. Pal.; Lucian; GDI 2580, 25 [Delphi]; SIG 585: 43, 47, 77, 81, 85, 90, 94, 234, 238 [197 B.C.]; PHib 41, 3 [ca. 261 B.C.]; Sb 3199) Mnason, a Christian fr. Cyprus Ac 21:16 (Μνασέας, father of Zeno the Stoic, was also fr. Cyprus; Κυπρ. I p. 190 no. 4 a Gk. ins from Cyprus contains the name Μνασίας. In Just., D. 85, 6 one of the partners in dialogue bears the name Μνασέας).—HCadbury, Amicitiae Corolla (for RHarris) ’33, 51–53; Hemer, Acts 237.—LGPN I. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μνάσων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μνάσων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στην Κύπρο. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Η μνήμη του τιμάται τη 18η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

  • μνάσων — μνά̱σων , μιμνήσκω remind fut part act masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκληπιόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). O Απελλής τον θεωρούσε ανώτερό του στη συμμετρία του σχεδίου. Αναφέρεται ο πίνακάς του με τους 12 θεούς του Ολύμπου, που τον παρήγγειλε ο τύραννος της Ελατείας Μνάσων. Ο Α. πληρώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Θεόμνηστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). Ο Πλίνιος αναφέρει ότι φιλοτέχνησε πίνακα ηρώων, τον οποίο αγόρασε o Μνάσων της Ελάτειας, αφού πλήρωσε για κάθε μορφή του πίνακα είκοσι μνες. 2. Φιλόσοφος (1ος αι. π.Χ.). Διαδέχθηκε τον Άριστο …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”